- αφόβιστος
- -η, -ο [φοβίζω]ο άφόβητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφόβιστος — η, ο άφοβος, ατρόμητος: Στον πόλεμο δείχτηκε παλικάρι αφόβιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)